Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Εφικτή η βελτίωση της ποιότητας διατροφής?


Η παχυσαρκία και οι σύνοδες εκφυλιστικές παθήσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία κλπ. έχουν λάβει μορφή επιδημίας τις τελευταίες δεκαετίες στις αναπτυγμένες χώρες. Η συσχέτιση της διατροφής με αυτές έχει αποδειχθεί και ως εκ τούτου η αλλαγή στον τρόπο διατροφής, αλλά και γενικότερα στον τρόπο ζωής (κάπνισμα, αλκοόλ, φυσική δραστηριότητα) είναι επιτακτική.
Η έναρξη των ασθενειών αποδεδειγμένα πλέον ανάγεται στην παιδική ηλικία. Ταυτόχρονα, η διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών συμβαίνει κυρίως στην παιδική ηλικία, οι οποίες όμως μπορούν να τροποποιηθούν σε όλη τη διάρκεια ζωής ενός ατόμου. Συνεπώς, οι διατροφικές παρεμβάσεις πρέπει να έχουν πρωτίστως ως στόχο τα παιδιά, αλλά και όλες τις ηλικιακές ομάδες, είτε σε επίπεδο πρόληψης (υγιή άτομα) είτε σε επίπεδο θεραπείας και αποκατάστασης (ασθενείς). Για να είναι εφικτή η διαμόρφωση νέων διατροφικών συνηθειών με σκοπό την πρόληψη ασθενειών και τη διατήρηση της υγείας, πρέπει να συνεργαστούν όλοι οι φορείς της πολιτείας, οι επαγγελματίες υγείας, η βιομηχανία τροφίμων, αλλά και οι καταναλωτές. Η συνεργασία αυτή πρέπει να εστιάσει τόσο στις επιλογές τροφής, όσο και στο περιβάλλον που τις επηρεάζει (Adamson and Mathers, 2004).

Το ερώτημα είναι αν είμαστε σε θέση, δηλ. αν γνωρίζουμε τον τρόπο για να πετύχουμε αυτές τις αλλαγές.
Εμπόδια στην τροποποίηση της διατροφικής συμπεριφοράς
Οι μέχρι στιγμής έρευνες έχουν δείξει, ότι οι προτεινόμενες διατροφικές αλλαγές δύσκολα μπορούν να επηρεάσουν σε ατομικό ή σε πληθυσμιακό επίπεδο, αλλά ακόμα και όταν συμβούν, αυτό γίνεται σημαντικά πιο αργά και με πολύ πιο μικρές αλλαγές απ’ το αναμενόμενο. Τρεις θεωρούνται οι κυριότεροι λόγοι γι’ αυτό το γεγονός:
1.Η επιλογή της τροφής καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, με ανταγωνιστικές επιρροές μεταξύ τους και όχι μόνο λόγω ανησυχιών σχετιζόμενων με την υγεία. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο, διατροφικές παρεμβάσεις που εστιάζουν στην προάσπιση της υγείας, συνήθως είναι αναποτελεσματικές.
Σύμφωνα με τον Shepherd R, 1985, 2002, οι παράγοντες που επηρεάζουν ένα άτομο στην επιλογή ενός τροφίμου, σχετίζονται με τις φυσικοχημικές ιδιότητες του τροφίμου (άρωμα, γεύση, υφή), το θρεπτικό του περιεχόμενο, τις φυσιολογικές επιδράσεις του στον οργανισμό, ως προς την όρεξη και τον κορεσμό, την τιμή πώλησης, την επωνυμία του, τους θρησκευτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, μέχρι και τους ψυχολογικούς παράγοντες, όπως διάθεση, προσωπικότητα και πεποιθήσεις (Σχήμα 1).
2.Επίσης, οι άνθρωποι δεν έχουν πάντα σταθερές συμπεριφορές, αλλά συχνά παρουσιάζουν εναλλασσόμενη διάθεση ως προς τις τροφές και την υγιεινή διατροφή, και ο παράγοντας αυτός πιθανόν επιδρά κατά τη μεταφορά απόψεων και πεποιθήσεων στην πράξη.
3.Η τρίτη πιθανή αιτία είναι η αισιόδοξη προκατάληψη (optimistic bias), κατά την οποία, τα άτομα πιστεύουν ότι βρίσκονται σε μικρότερο κίνδυνο για διάφορες ασθένειες, απ’ ότι ο μέσος άνθρωπος, με αποτέλεσμα συνήθως να δίνουν μικρή σημασία σε εκπαιδευτικά προγράμματα για την υγεία (Shepherd R, 2002).
Σε άλλο άρθρο ανασκόπησης, οι Sherman και οι συνεργάτες, 2000, αναφέρουν επίσης τα εμπόδια που υπεισέρχονται στην αλλαγή της δίαιτας ενός ατόμου.
1.Η εποχή και οι διακοπές, οι οποίες προκαλούν από ασήμαντες έως βασικές αλλαγές στην επιλογή των τροφίμων.
2.Οι ικανότητες που διαθέτει το άτομο στην αγορά και το μαγείρεμα τροφής.
3.Η τροποποίηση μιας υπάρχουσας συμπεριφοράς (διατροφικές συνήθειες) είναι πολύ πιο δύσκολη από την εισαγωγή μιας νέας (π.χ. έναρξη φυσικής δραστηριότητας). Επίσης, η δυσκολία εξαρτάται και από το είδος της απαιτούμενης τροποποίησης, δηλ. αν ο επιδιωκόμενος στόχος είναι η απώλεια βάρους ή η μείωση πρόσληψης αλατιού ή κορεσμένου λίπους κλπ (Sherman et al, 2000).
Παρόμοια με τον Shepherd, θεωρούν ότι οι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην τροποποίηση μιας υπάρχουσας διατροφικής συμπεριφοράς είναι ποικίλοι:
Η λήψη απόφασης είναι πιο πολύπλοκη, καθώς εμπεριέχει διάφορες παραμέτρους, όπως την επιλογή τροφής, τη διατροφική της αξία, την ύπαρξη εναλλακτικών τροφών, τα οφέλη ή τις επιπτώσεις στο μέλλον από την κατανάλωση της και τις αντικρουόμενες πληροφορίες για το προϊόν
Οι κοινωνικοί, πολιτισμικοί και θρησκευτικοί παράγοντες
•Οι προσωπικές αντιλήψεις και προτιμήσεις (η έλλειψη αίσθησης κινδύνου για την υγεία, οι προσωπικές εμπειρίες σχετικές με την τροφή, πιθανή προηγούμενη στέρηση τροφής κλπ)
•Το κόστος και η διαθεσιμότητα (η υγιεινή διατροφή θεωρείται πιο ακριβή, όχι ασφάλεια στη διαπίστευση του τροφίμου και ίσως όχι πάντα διαθέσιμο στην αγορά)
•Η σχετικά συχνή αλλαγή οδηγιών ή οι αντικρουόμενες οδηγίες από τους ειδικούς, και
•Η συμπεριφορά των επαγγελματιών υγείας (η έλλειψη ικανότητας ενθάρρυνσης για αλλαγή, η μη καλή επικοινωνία, οι μη υγιεινές συνήθειες των ίδιων κλπ)(Sherman et al, 2000)
Είδη παρεμβάσεων για αλλαγή διατροφικών συνηθειών & τρόπου ζωής
Διάφορα είδη παρεμβάσεων έχουν χρησιμοποιηθεί με σκοπό την επίτευξη της τροποποίησης της διατροφικής συμπεριφοράς και γενικότερα του τρόπου ζωής (αύξηση σωματικής δραστηριότητας, μείωση ή διακοπή καπνίσματος και κατανάλωσης αλκοόλ) με μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό επιτυχίας. Παραθέτονται οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες.
•Οι κοινοτικές παρεμβάσεις (community interventions)
•Η ενημέρωση μέσω των ΜΜΕ (media campaigns)
•Παρέμβαση μέσω της α’ βάθμιας περίθαλψης (primary care lifestyle interventions) σε προσωπικό ή σε ομαδικό επίπεδο
•Οι προσωπικές συνεδρίες με επαγγελματίες υγείας (π.χ. διαιτολόγους)
•Παρέμβαση βάσει της συμβουλευτικής (counseling)
•Συμπεριφορική και γνωστική παρέμβαση (behavioral & cognitive intervention)
•Παρέμβαση βάσει των σταδίων αλλαγής (stages of change intervention)
•Παρέμβαση μέσω κινήτρων (motivational intervention) (Pignone et al,2003; Sluijs et al, 2004).
Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση των διατροφικών παρεμβάσεων είναι πρωτίστως η εκπαίδευση, ανάλογα με την ομάδα στόχο, τα κίνητρα, όπου τονίζονται τα μελλοντικά οφέλη υγείας και ποιότητας ζωής, καθώς και οι προσωπικές δυνατότητες για επίτευξη των στόχων, η συμπεριφορική και γνωστική ικανότητα του ατόμου (δηλ. η δεξιότητα να μπορεί να τροποποιήσει και να διατηρήσει την καινούρια συμπεριφορά), η διαθεσιμότητα των νέων τροφίμων (π.χ. χαμηλών σε λιπαρά, πλούσιων σε φυτικές ίνες) και η υποστηρικτική αλληλεπίδραση με φίλους, οικογένεια και διατροφολόγο για συναισθηματική στήριξη και αντιμετώπιση αρνητικών αντιλήψεων (Sherman et al, 2000).
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι αν και κατά πόσο παραμένουν εν τέλει τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων μετά από χρόνια.
Αποτελέσματα των διατροφικών παρεμβάσεων
Ενδεικτικά παρατίθενται κάποιες έρευνες παρέμβασης και τα αποτελέσματα τους.
1.Ανασκόπηση συμπεριφορικών διατροφικών παρεμβάσεων καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι υπάρχει σημαντική βελτίωση των συμπεριφορών που σχετίζονται με την πρόληψη ασθενειών (χαμηλά λιπαρά, υψηλή κατανάλωση σε φρούτα και λαχανικά), ειδικά σε άτομα σε υψηλό κίνδυνο, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ποια μέθοδος είναι η πιο αποτελεσματική. Γενικά το διάστημα παρακολούθησης ήταν μικρό (< 1χρ) (Ammerman et al, 2002).
2.Ανασκόπηση των συμβουλευτικών διατροφικών παρεμβάσεων μεταξύ 1966 και 2001 καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι μέτριας έως υψηλής έντασης συμβουλευτική παρέμβαση μπορεί να μειώσει την πρόσληψη των κορεσμένων λιπαρών και να αυξήσει την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Σύντομη συμβουλευτική προκάλεσε μικρό αποτέλεσμα χωρίς σαφές αποτέλεσμα σε επίπεδο υγείας. Γενικά μικρό το διάστημα παρακολούθησης (< 6μ) (Pignone et al, 2003).
3.Εντατική παρέμβαση στον τρόπο ζωής προκάλεσε μακροπρόθεσμα οφέλη στη διατροφή, στη φυσική δραστηριότητα και στους βιοχημικούς δείκτες και μείωσε τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου ΙΙ στη Φιλανδία (Lindstrom et al, 2003).
4.Θετικές αλλαγές στον τρόπο ζωής, στα λιπίδια αίματος και στην ινσουλίνη νηστείας παρατηρήθηκαν σε συγγενείς ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ, 2 χρόνια μετά από την παρέμβαση στον τρόπο ζωής (Brekke et al, 2005).
5.Έπειτα από 6χρονη διατροφική παρέμβαση σε παιδιά δημοτικού στην Κρήτη, παρατηρήθηκαν επιθυμητές αλλαγές στα λιπίδια ορού, στο Δείκτη Μάζας Σώματος και στη φυσική δραστηριότητα, 4 χρόνια μετά το πέρας της (Manios et al, 2006).
6.Σημαντικά, επίσης, άλλαξαν οι διατροφικές συνήθειες, μετά από εντατική τηλεφωνική συμβουλευτική παρέμβαση, σε γυναίκες με καρκίνο μαστού (Newman et al, 2005).
7.Σε 6μηνη διατροφική παρέμβαση που έγινε σε υπέρβαρα παιδιά και γονείς, τα παιδιά έχασαν το 20% του βάρους τους σε σχέση με απώλεια 10% των γονέων. Έπειτα από 10 χρόνια τα παιδιά είχαν διατηρήσει το ΔΜΣ τους, σε αντίθεση με τους γονείς που είχαν ξανά 7% αύξηση του βάρους τους (Epstein et al, 1995).
Συμπεράσματα
Πολλές έρευνες, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι παρόλο που έχουν αναπτυχθεί αρκετές στρατηγικές για να επιτευχθεί αλλαγή στον τρόπο ζωής και διατροφής, μάλλον καμία δε μπορεί να θεωρηθεί επαρκής ή «ιδανική», ενώ, περισσότερη έρευνα απαιτείται στη διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν τη διατροφική συμπεριφορά και τη φυσική δραστηριότητα των ατόμων (Adamson and Mathers, 2004).
Ο ρόλος του διαιτολόγου – διατροφολόγου
Ο ρόλος του διαιτολόγου μπορεί να είναι καθοριστικός σε αυτή την προσπάθεια, καθώς έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει την άμεση επαφή του με σημαντικό αριθμό ατόμων και να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Οι δραστηριότητες του μπορούν ν’ αναπτυχθούν γύρω από την ενημέρωση του ατόμου ή/και του πληθυσμού, κυρίως κατά την παιδική ηλικία, και κυρίως σε επίπεδο πρόληψης, την εξατομίκευση των διατροφικών οδηγιών ανάλογα με την ηλικία, τη θρησκεία, το πολιτισμικό, μορφωτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, την ενθάρρυνση και επιβράβευση της προσπάθειας του ατόμου, την εκμάθηση στρατηγικών διατήρησης της νέας συμπεριφοράς, καθώς και την αντιμετώπιση και αποτελεσματική διαχείριση πιθανόν υποτροπιάζουσας συμπεριφοράς. Προϋπόθεση της επιτυχούς επιρροής του, βεβαίως, αποτελεί η συνεπής του στάση, ως προς το μοντέλο ζωής και διατροφής που επιδιώκει να προωθήσει.
Η ευθύνη του πολίτη/καταναλωτή
Ευθύνη φέρει και ο καθένας, είτε προσωπικά, είτε ως μέρος ενός συνόλου, ως προς την αναζήτηση ενημέρωσης-εκπαίδευσης σε θέματα διατροφής και υγείας, τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας αλλαγής, με εξατομίκευση των προτεραιοτήτων του (π.χ. υγεία, εμφάνιση, βελτίωση ποιότητας ζωής κλπ), αλλά και της επιμονής και υπομονής που θα επιδείξει για την επίτευξη των στόχων αυτών, καθώς και μετέπειτα για τη διατήρηση τους.
Γράφει Μαρκάκη Αναστασία, Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, MSc, Καθηγήτρια Εφαρμογών,ΑΤΕΙ Κρήτης, Τμήμα Διατροφής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου