Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαλάκια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαλάκια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Πεταλίδα


Πεταλίδα (λέγεται και πατελίδα) είναι η κοινή ονομασία γαστερόποδων μαλακίων που ανήκουν στην οικογένεια Πατελλίδες. Το γνωστότερο είδος είναι το εδώδιμο Patella cerulea, που ζει και στις ελληνικές ακτές. Το όστρακό της έχει σχήμα κώνου και ακτινωτές προεξοχές στην εξώτερη επιφάνειά του. Στην περιφέρειά του έχει δόντια και στο εσωτερικό του έχει γαλάζιους ιριδισμούς. Οι πεταλίδες προσκολλώνται στους βράχους, όπως τα μύδια και τα στρείδια και για να προστατεύονται από την ξηρασία στη διάρκεια της αμπώτιδας προσαρμόζουν καλά το όστρακό τους στα βράχια, σκάβοντας ένα μικρό κοίλωμα. Όταν γίνεται πλημμυρίδα, μετακινούνται έρποντας και μετά επιστρέφουν στη θέση τους. Με απόφαση της ελληνικής Κυβέρνησης, απαγορεύεται η εμπορία των ζώντων δολωμάτων πεταλίδας, εφόσον το μήκος τους ανέρχεται μέχρι τα ανώτατα όρια (για την πεταλίδα μέχρι 3 εκατοστά).


Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Μαλάκια (Mollusca)
Ομοταξία: Γαστρόποδα (Gastropoda)
Τάξη: Πατελλογαστρόποδα (Patellogastropoda)
Υπεροικογένεια: Πατελλοειδή (Patelloidea)
Οικογένεια: Πατελλίδες (Patellidae)

Σουπιά



Η σουπιά (επιστημονική ονομασία sepia, ελλ. σηπία) είναι γένος μαλακίων της τάξης των Σηπιιδών Sepiida ομοταξίας των κεφαλοπόδων. Ανήκει στην τάξη των Δεκαπόδων και απαντάται στις εύκρατες και ζεστές θάλασσες. Η κύρια τροφή της είναι μικρά ψάρια αλλά και γαρίδες. Ζει σε βάθος μέχρι 100 μέτρα και αποτελεί εύγευστο μεζέ. Αλιεύεται με δίχτυα, καμάκι και με ξυλοσουπιά. Εκτός από το κρέας της, το όστρακό της χρησιμοποιείται στη χρυσοχοΐα ως καλούπι, για τη λείανση των μετάλλων πριν ελαιοχρωματιστούν και (σε σκόνη) για την παραγωγή οδοντόκρεμας. Το πλέον γνωστό είδος είναι η σηπία η φαρμακευτική.
Περιγραφή
Έχει σώμα ωοειδές , που περιβάλλεται από έναν μανδύα. Στο κεφάλι της έχει δύο μεγάλα μάτια σε πλευρική θέση και στο εμπρόσθιο τμήμα του κεφαλιού φέρει δέκα πλοκάμια, από τα οποία τα οκτώ έχουν μέσα τους μυζητικά νήματα και είναι μικρότερα από τα άλλα δύο. Τα μεγαλύτερα πλοκάμια συντελούν στη σύλληψη της λείας και έχουν σχήμα ροπάλου. Όταν βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας παραμένουν σε συστολή, σε αντίθεση με την αστραπιαία κίνηση που κάνουν όταν έρχεται κάποια λεία, την οποία αρπάζουν. Στο στόμα φέρει ισχυρά κεράτινα σαγόνια, που σχηματίζουν ένα είδος ράμφους και ένα εξόγκωμα με σειρές οδοντώσεων από χιτίνη. Επίσης, το σώμα της παρουσιάζει δύο μικρά ελάσματα, που λέγονται πτερύγια και με αυτά μετακινείται το μαλάκιο. Ο κοιλιακός σάκος καταλήγει σε έναν αγωγό που έχει κωνικό σχήμα και βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς. Ο τελευταίος κατευθύνεται προς τα μπρος και βοηθά στο να εκσφενδονίζει η σουπιά το μελάνι της προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

Καλαμάρι



Το καλαμάρι (επιστημονική ονομασία Loligo) είναι γένος θαλάσσιων ζώων, που ανήκουν στην οικογένεια Μυοψίδες. Διαθέτει τα γενικά χαρακτηριστικά που έχουν τα Κεφαλόποδα. Υπάγεται στα μαλάκια και επίσης ανήκει στα διβράγχια και δεκάποδα. Η κύρια τροφή του είναι τα ψάρια. Κολυμπά διαρκώς και ζει σε κάποια απόσταση από τις ακτές.


Περιγραφή
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα καλαμάρια έχουν δέκα πλοκάμια γύρω από το στόμα, από τα οποία τα δύο είναι αρκετά πιο μακριά και στην άκρη τους φέρουν βεντούζες. Τις τελευταίες τις χρησιμοποιούν ως όργανα σύλληψης. Έχουν μήκος 20-50 εκατοστά. Στο πάνω μέρος του σώματος έχουν δύο μεγάλα μάτια και η όρασή τους είναι καλή. Στη ράχη διαθέτουν ένα ασβεστολιθικό όστρακο, το οποίο είναι διάφανο και εύκαμπτο. Στα πλάγια φέρουν δύο πτερύγια. Έχουν χρώμα λευκό προς το μελανί και επιφανειακά λίγο καστανό. Το δέρμα του περιέχει χρωμοφόρα κύτταρα, που του επιτρέπουν να αλλάζει χρώματα με βάση τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Επίσης, η κάτω πλευρά είναι πιο ελαφριά από την επάνω, ώστε να διαθέτει το καλαμάρι το κατάλληλο καμουφλάζ από τη λεία αλλά και από τους εχθρούς του. Έχουν τρεις καρδιές.
Το στόμα του καλαμαριού είναι εφοδιασμένο με ένα μυτερό ράμφος σαν κέρατο, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του είναι φτιαγμένο από χιτίνη και πρωτεΐνες και χρησιμοποιείται για να σκοτώνει και να σκίζει τη λεία το σε κομμάτια. Φάλαινες που έχουν πιαστεί συχνά έχουν ρύγχη καλαμαριών στα στομάχια τους, καθώς το ρύγχος του καλαμαριού είναι το μόνο μέρος του ζώου που δε χωνεύεται.


Εξέλιξη
Τα καλαμάρια εξελίχθηκαν από τους προγόνους τους που ήταν μαλάκια, με τρόπο που το σώμα τους παρουσίασε μεταβολές ως προς το μέγεθος. Αυτά που ήταν πόδια των προγόνων τους άλλαξαν σε ένα σύνθετο ζευγάρι πλοκαμιών και ανεπτυγμένων οργάνων αφής. Τα μάτια τους είναι παρόμοια με τα μάτια των ασπόνδυλων. Το όστρακο των προγόνων τους χάθηκε με εξαίρεση ένα μέρος που λέγεται «στυλό» (pen).


Αναπαραγωγικό σύστημα
Το καλαμάρι γεννά αυγά την άνοιξη και τα αποθέτει στο βυθό , μέσα σε σάκους, που μοιάζουν με κορύνες. Τα νεαρά καλαμάρια τρέφονται με πλαγκτόν. Τα θηλυκά καλαμάρια έχουν διαφανή ωοθήκη.

Μύδι



Το μύδι (Mytilus) είναι γένος θαλάσσιων οργανισμών, που ανήκει στην οικογένεια Μυτιλίδες. Με τη σειρά της η οικογένεια αυτή ανήκει στα Δίθυρα ελασματοβράγχια ή πελεκύποδα μαλάκια. Το χαρακτηριστικότερο είδος ονομάζεται Mytilus edulis. Διακρίνουμε πολλές ποικιλίες ανάλογα με το σχήμα, το μέγεθος και τον τόπο προέλευσης. Απαντάται σε όλες τις ελληνικές θάλασσες. Θεωρείται εύγευστη τροφή και πολύ θρεπτική. Για το λόγο αυτό εκτρέφεται σε μυδοκαλλιέργειες.

Περιγραφή
Έχει όστρακα με μήκος 5 εκ. και με χρώμα κυανό και μαύρο, τα οποία στερούνται ακτινωτών ραβδώσεων. Στο εσωτερικό τους υπάρχει μάργαρο, που όμως δεν είναι πολύ στιλπνό. Μεταξύ των δύο οστράκων, στην πιο ίσια πλευρά τους υπάρχει μια τούφα από ίνες, ο βύσσος. Με τη βοήθεια του βύσσου το μύδι στερεώνεται στο βυθό, στις πέτρες ή και σε άλλα αντικείμενα.

Πολλαπλασιασμός
Πρόκειται για ωοτόκα ζώα. Τη γονιμοποίηση των αυγών την αναλαμβάνει το αρσενικό. Από τα αβγά βγαίνουν προνύμφες, οι οποίες επί έναν μήνα πλέουν στη θάλασσα και έπειτα προσκολλώνται σε κάποια επιφάνεια.
Τροφή
Τα μύδια τρέφονται με μικροοργανισμούς της θάλασσας. Καθώς το νερό περνά μέσα από το όστρακο, το μύδι κατακρατεί τους οργανισμούς αυτούς.


Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Μαλάκια (Mollusca)
Ομοταξία: Δίθυρα (Bivalvia)
Οικογένεια: Μυτιλίδες (Mytilidae)
Γένη
Πτεριόμορφα (Pteriomorpha, δηλ. μύδια της θάλασσας)
Παλαιοετερόδοντα (Palaeoheterodonta, μύδια του γλυκού νερού)
Ετερόδοντα (μύδια- ζέβρες)

Λιθοδόμος

Ο λιθοδόμος (λέγεται και λιθοφάγος) (Lithodomus lithofagus) είναι δίθυρο μαλάκιο της τάξης των Δυσοδόντων, πολύ διαδεδομένο στις ελληνικές παραλίες. Είναι εδώδιμο όπως τα μύδια. Η εμφάνισή του στη Γη υπολογίζεται στα 350.000.000 χρόνια πριν, δηλαδή κατά τη Λιθανθρακοφόρο Περίοδο. Σήμερα ζει σε όλες τις εύκρατες και ζεστές θάλασσες.
Ομοιότητα με μύδια
Ο λιθοδόμος ανήκει στην ίδια οικογένεια (Μυτιλίδες) με τα μύδια. Επίσης, στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ζουν όπως οι συγγενείς τους, προσκολλημένοι στα βράχια. Έπειτα όμως σκάβουν τρύπες σε σχήμα κυλίνδρου στο εσωτερικό της πέτρας. Σε πολλά μέρη του κόσμου μπορεί κανείς να συναντήσει τέτοιες τρύπες και αυτό αποδεικνύει ότι στο μέρος εκείνο κάποτε υπήρχε βυθός θάλασσας. Στη χώρα μας τέτοια σημάδια από τα μαλάκια αυτά είναι πολύ συχνά στους δρόμους από το Φάληρο ως την Καστέλλα, όπως και στο δρόμο από Αθήνα προς Κόρινθο, καθώς και στις υπώρειες του Παρνασσού.
Είδη
Υπάρχουν αρκετά είδη λιθοδόμων. Το πιο κοινό από αυτά είναι ο λιθοδόμος ο λιθοφάγος (Lithodomus lithofagus), ο οποίος περικλείεται σε δύο ίδια όστρακα μεγάλου μήκους. Πολλές φορές ονομάζεται και «χουρμάς της θάλασσας», επειδή τα όστρακα στα οποία κλείνεται έχουν το χρώμα του χουρμά.


Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Μαλάκια (Mollusca)
Ομοταξία: Δίθυρα (Bivalvia)
Υφομοταξία: Πτεριόμορφα (Pteriomorphia)
Τάξη: Μυτιλοειδή (Mytiloida)
Οικογένεια: Μυτιλίδες (Mytilidae)
Γένος: Λιθοφάγος (Lithophaga')

Κυδώνι (ζώο)


Kυδώνι είναι η κοινή ονομασία των Δίθυρων Μαλακίων της οικογένειας Καρδιίδες . Γνωστότερο είδος είναι το «κάρδιον το εδώδιμον». Το μέγεθός τους φθάνει τα 3,5 εκατοστά. Τα κελύφη τους βρίσκονται σε πολλές παραλίες σε όλο τον κόσμο, ιδίως στη Μεσόγειο. Υπάγονται στα Ελασματοβράγχια ή Πελεκύποδα μαλάκια. Μετακινούνται έρποντας στο βυθό και συχνά βυθίζονται στη λάσπη με γρηγορότατο ρυθμό. Τρώγονται ωμά, με λεμόνι. Με απόφαση της ελληνικής Κυβέρνησης, απαγορεύεται η εμπορία κυδωνιών μικρού μεγέθους
Περιγραφή

Πίννα




Η πίννα (Pinna) (γράφεται και πίνα), είναι γένος δίθυρων μαλακίων της οικογένειας των Πιννιδών και της τάξης των Ανισομυαρίων. Ζει στις εύκρατες και στις θερμές θάλασσες. Μοιάζει με τεράστιο μύδι. Το όστρακό της αποτελείται από λεπτά και πλατιά ελάσματα, τα οποία είναι ενωμένα στην κορυφή τους, ώστε να ανοίγουν και να κλείνουν Το ζώο, το οποίο τρώγεται χωρίς να είναι ιδιαίτερα εύγευστο, χρησιμοποιείται κυρίως ως δόλωμα στο ψάρεμα. Στο όστρακο της πίννας σπάνια σχηματίζονται μαργαριτάρια, τα οποία όμως δεν έχουν ιδιαίτερη οικονομική αξία.
Περιγραφή
Το μήκος του ζώου φτάνει τα 70 εκατοστά. Τα όστρακα της πίννας είναι λεπτά, σε σχήμα τρίγωνο και μυτερά στο ένα άκρο, ενώ από το άλλο είναι στρογγυλευμένα. Στο εξωτερικό μέρος έχουν χρώμα κίτρινο και από μέσα παρουσιάζουν ελαφρύ ιριδισμό.


Είδη
Στον ελληνικό χώρο και ιδίως στη Χαλκιδική (στις Νέες Φώκιες) απαντάται η πίννα η ευγενής. Επίσης στη Μεσόγειο ζει και η πίννα η κτενοειδής, εδώδιμη. Το μήκος της είναι περίπου 20 εκατοστά. Αρκετά είδη συμβιώνουν με καβούρια (πιννοθήρες, γνωστά και ως πιννοκαβούρια), τα οποία βρίσκουν προστασία στην κοιλότητά της. Σε αντάλλαγμα, την προειδοποιούν να κλείσει τα ελάσματά της όταν υπάρχει κίνδυνος.


Χρησιμότητα
Εκτός από την αλιεία, όπου χρησιμεύει ως δόλωμα, η πίννα χρησιμοποιείται και για την κατασκευή μεταξένιων υφασμάτων. Συγκεκριμένα, η βύσσος της πίννας χρησιμοποιείται για κατασκευή τέτοιων υφαντών στην νότια Ιταλία και στη Σικελία. Επίσης, από τη βύσσο κατασκευάζουν κάλτσες και γάντια. Το είδος δεν κινδυνεύει άμεσα με εξαφάνιση, αλλά απαιτείται η λήψη μέτρων για την προστασία της.




Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Μαλάκια (Mollusca)
Ομοταξία: Δίθυρα (Bivalvia)
Τάξη: Πτεριοειδή (Pterioida)
Οικογένεια: Πιννίδες (Pinnidae)
Γένος: Πίννα (Pinna)

Αχιβάδα



Η αχιβάδα (γράφεται και αχηβάδα) είναι ομάδα ορισμένων δίθυρων μαλακίων, που ζουν στον βόρειο Ατλαντικό και στη Μεσόγειο. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το δίθυρο όστρακο, από το οποίο καλύπτονται. Αλιεύεται κυρίως για το κρέας της. Αντιπροσωπευτικότερο είδος του είναι η κοινή αχιβάδα (Αφροδίτη η ακροχορδονώδης).


Περιγραφή
Το όστρακο της αχιβάδας είναι διπλό και έχει ίσες θυρίδες. Στο εξωτερικό του μέρος αποτελείται από ομόκεντρες πτυχές και τα χείλη του έχουν δόντια. Δύο σίφωνες ρυθμίζουν την είσοδο και την έξοδο του νερού. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η αναπνοή και η θρέψη του ζώου.


Πολλαπλασιασμός
Πολλαπλασιάζεται με αυγά και γονιμοποιείται έξω από το σώμα της, στο περιβάλλον. Το ζώο ζει στο βυθό και σκάβει στην άμμο, όπου βυθίζεται.

Χτένια




Το χτένι (Pecten) είναι θαλάσσιος οργανισμός που υπάγεται στα Δίθυρα Μαλάκια. Ανήκει στην οικογένεια των Κτενιδών. Απαντάται σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου και το κρέας του τρώγεται. Μερικά χτένια είναι πολύτιμα για τα λαμπρά χρώματα των κελυφών τους. Μπορούν να κολυμπούν και μάλιστα σε μεγάλες αποστάσεις, όπως και να ανοιγοκλείνουν το όστρακό τους. Η τροφή τους περιλαμβάνει θαλάσσιους οργανισμούς. Αναπαράγονται με εξωτερική γονιμοποίηση. Πρόσφατα, απαγορεύτηκε στην Ελλάδα η εμπορία οστράκων του «χτενιού του Αγίου Ιακώβου», μεγέθους μέχρι 10 εκατοστών.
Περιγραφή
Το όστρακο του χτενιού έχει σχήμα βεντάλιας και η διάμετρός του είναι 12 εκατοστά. Στο εσωτερικό του βρίσκεται το σώμα του ζώου, το οποίο καλύπτεται από μανδύα, στις άκρες του οποίου υπάρχουν κεραίες. Εκεί βρίσκονται τα αισθητήρια όργανα (για την αφή και την όσφρηση).
Το μυικό σύστημα του ζώου είναι πιο ανεπτυγμένο από αυτό του στρειδιού, με το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες. Το σχήμα του κελύφους τους τείνει να είναι ομαλό και φέρνει στη μνήμη τον αρχέγονο τύπο ενός θαλάσσιου κοχυλιού. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται για διακόσμηση.
Τα περισσότερα χτένια ζουν ελεύθερα, ωστόσο άλλα έχουν τη βύσσο, που τους επιτρέπει να προσκολλώνται σε βράχους ή άλλα στερεά αντικείμενα του βυθού.
Αναπαραγωγή
Όντας ερμαφρόδιτα ζώα, τα χτένια μπορούν να αλλάζουν φύλα. Και τα δύο φύλα παράγουν αυγά, των οποίων το χρώμα εξαρτάται από το τρέχον φύλο του γονέα. Τα κόκκινα αυγά είναι από θηλυκά και τα λευκά από αρσενικά. Τα σπερματοζωάρια και τα ωάρια απελευθερώνονται μέσα στο νερό στη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου και τα γονιμοποιημένα ωάρια βυθίζονται στον πυθμένα. Έπειτα από αρκετές εβδομάδες, το νεαρό χτένι βγαίνει από το αυγό του και οι προνύμφες επιπλέουν μέχρι να εγκατασταθούν ξανά στο βυθό, ώσπου να μεγαλώσουν. Γίνονται σεξουαλικά ενεργά έπειτα από πολλά χρόνια. Τα χτένια μπορούν να ζήσουν μέχρι και 18 χρόνια. Η ηλικία τους φαίνεται από τους ομόκεντρους δακτυλίους που έχουν τα κελύφη τους.

Στρείδι



Στρείδι είναι η κοινή ονομασία μερικών εδώδιμων ειδών του γένους οστρέα (Ostrea) και γρυφαία. Ανήκουν στην οικογένεια οστρεΐδες και στην τάξη των δίθυρων ή ελασματοβραγχίων. Το γνωστότερο είδος (Ostrea edulis) είναι διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου, του Ατλαντικού και της Σκανδιναβίας. Είναι ζώο ωοτόκο και οι προνύμφες του είναι εφοδιασμένες με βλεφαρίδες . Για τη θρεπτική του αξία καλλιεργείται σε ειδικά οστρεοτροφεία. Όπως και το μύδι, το στρείδι προσκολλάται σε βράχια αλλά και κάτω από τις επενδύσεις των πλοίων. Εξαιτίας του τελευταίου γεγονότος, προκαλούνται δηλητηριάσεις έπειτα από κατανάλωση στρειδιών, καθώς προσλαμβάνουν χαλκό από τα πλοία. Τα στρείδια μπορούν να ζήσουν και 20 χρόνια. Η ηλικία ακμαιότητάς τους κυμαίνεται από τον 4ο μέχρι τον 8ο χρόνο.
Περιγραφή
Το όστρακο του στρειδιού είναι στρογγυλό ή ωοειδές και η γκριζόλευκη επιφάνειά του είναι ανώμαλη με ομόκεντρες αύλακες. Η διάμετρός του φθάνει τα 10 εκατοστά. Το στρείδι έχει μεγάλη ευαισθησία στις αλλαγές στη θερμοκρασία και την αλμυρότητα του νερού. Ζει προσκολλημένο στα βράχια του βυθού.


Αναπαραγωγή
Είναι ερμαφρόδιτο ζώο. Κάθε στρείδι αλλάζει φύλο παράγοντας ωάρια και σπερματοζωάρια εντός της ίδιας περιόδου αναπαραγωγής. Γεννά εκατομμύρια αυγά, εκ των οποίων μεγάλος αριθμός γονιμοποιείται από το σπέρμα του αρσενικού μέσα στη μανδυακή κοιλότητα του θηλυκού. Από τα αυγά βγαίνουν τροχοφόρες προνύμφες, Το θηλυκό ανοίγει και κλείνει τις θυρίδες του και κάθε φορά απελευθερώνονται εκατομμύρια προνύμφες. Οι τελευταίες κολυμπούν για λίγες ημέρες και εν τέλει κολλούν στο βυθό. Τα άτομα αντίθετου φύλου διεγείρονται για αναπαραγωγή και από την παρουσία γεννητικών προϊόντων στο περιβάλλον, όπως π.χ. αβγά ή σπέρμα.

Δίθυρα

Τα Δίθυρα είναι ομοταξία μαλακίων , των οποίων το κύριο γνώρισμα είναι η παρουσία διπλού οστράκου. Ονομάστηκαν έτσι από τον Αριστοτέλη. Λέγονται επίσης και ακέφαλα ή πελεκύποδα, επειδή το πόδι τους έχει σχήμα τσεκουριού. Γνωστότεροι αντιπρόσωποι των δίθυρων είναι τα μύδια, τα στρείδια, τα χτένια, οι αχιβάδες, οι πίννες , τα κυδώνια, οι λιθοδόμοι και άλλα ζώα. Η εσωτερική τους επιφάνεια ονομάζεται μανδύας. Σε μερικά είδη σχηματίζονται μαργαριτάρια, εξ αιτίας της έκκρισης του μάργαρου, ουσίας που έχει σκοπό να απομονώσει ξένα σώματα που παρεισφρέουν ανάμεσα στο μανδύα. Τα φυσικά μαργαριτάρια δημιουργούνται λόγω ενός παράσιτου που εισέρχεται μεταξύ του όστρακου και του μανδύα. Τα είδη των Διθύρων φθάνουν τα 13.000 περίπου και πολλά από αυτά είναι χρήσιμα στον άνθρωπο, ως τροφή και ως βιομηχανική χρήση (όστρακο). Η ομοταξία τους παρουσιάζει μεγάλη ομοιογένεια, κάτι που διευκολύνει την ταξινόμησή τους. Απαντώνται σε όλο τον κόσμο σε πολυάριθμες κοινωνίες.
Περιγραφή
Στα δίθυρα το όστρακό τους αποτελείται από δύο μισά, τις θυρίδες. Αυτά συνδέονται μεταξύ τους με μία ουσία από κερατίνη, που λέγεται ελαστικός σύνδεσμος. Με αυτόν το όστρακο ανοίγει, ενώ το κλείσιμο γίνεται με μυς. Γύρω από αυτόν βρίσκεται ο σπόνδυλος. Όταν το ζώο ηρεμεί, στο βυθό ακουμπά μόνο το ένα από τα δύο μισά. Η σύλληψη και η μεταφορά της τροφής τους γίνεται με βράγχια. Η πρόσληψη της τροφής τους γίνεται μαζί με το νερό και η είσοδος – έξοδός του γίνεται με δύο σωλήνες, τους σίφωνες. Ο σίφωνας της εισόδου του νερού φέρει και οσφρητικά όργανα. Τα όργανα της αφής και της όρασης βρίσκονται στο μανδύα. Η τροφή μαζί με το νερό μπαίνει στον οισοφάγο , περνά από το στομάχι και απορροφάται στο έντερο, το οποίο καταλήγει στην έδρα. Τα δίθυρα έχουν τρίχωρη καρδιά και νεύρα (τρία ζεύγη γαγγλίων).

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

ΧΤΑΠΟΔΙ

Το χταπόδι είναι μαλάκιο, κεφαλόποδο με 8 πλοκάμια, δίχως καθόλου όστρακο. Στο κέντρο των πλοκαμιών υπάρχει το στόμα το οποίο φέρει σιαγόνες από κερατίνη για τον τεμαχισμό της τροφής, όπως επίσης και μασητική κατασκευή (Radula).Το χταπόδι έχει εννέα εγκέφαλους.Οι οχτώ ελένχουντα πλοκάμια.Ο άλλος κάνει όλες τις υπόλοιπες δουλιές.Φέρει επίσης τον κεντρικό εγκέφαλο,με πολύ ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα και πολύ ανεπτυγμένα μεγάλα μάτια πολύπλοκης δομής και η όραση τους είναι οξεία. Το κυκλοφορικό σύστημα αποτελείται από 3 καρδιές από τις οποίες οι δύο ωθούν το αίμα στα βράγχια και η τρίτη στο υπόλοιπο σώμα. Η μεταφορά οξυγόνου εξυπηρετείται από την πρωτεΐνη αιμοκυανίνη η οποία περιέχει χαλκό και έχει γαλάζιο χρώμα. Κατά μήκος των πλοκαμιών,το χταπόδι φέρει μικρές βεντούζες που το βοηθούν να παγιδεύει την τροφή του, να κινείται με ευκολία σε όλων των ειδών τις υποβρύχιες επιφάνειες,αλλά και να προσελκύει μικρά όστρακα και πετραδάκια, προκειμένου να καλύψει τη φωλιά (θαλάμι) του.Τα χταπόδια υπάρχουν σε ρυχά νερά,και σε πολύ βαθιά νερά όπου η πίεση είναι μεγάλη